- πεντηκόσιοι
- πεντακόσιοιfive hundredmasc nom/voc pl (epic)πεντηκόσιοιfive hundredmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεντηκόσιοι — αι, α, Α (επικ. τ.) βλ. πεντακόσιοι … Dictionary of Greek
πεντακόσιοι — ες, α και πεντακόσοι, ες, α / πεντακόσιοι και επικ. τ. πεντηκόσιοι, αι, α, αρσ. και πεντακάτιοι, ΝΑ 1. αυτοί που είναι πέντε φορές εκατό, που μπορούν να μετρηθούν σε πέντε εκατοντάδες 2. φρ. «η βουλή τών Πεντακοσίων» ή, απλώς, «οι Πεντακόσιοι»… … Dictionary of Greek
πεντηκοσίαις — πεντακόσιοι five hundred fem dat pl (epic) πεντηκόσιοι five hundred fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)